- σιλλογράφος
- σιλλο-γράφος, ὁ, Sillenschreiber
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιλλογράφος — ο, ΝΜΑ ο ποιητής που γράφει σίλλους, σκωπτικά ποιήματα αρχ. σατιρικός ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλλος «σκωπτικό ποίημα» + γράφος] … Dictionary of Greek
σιλλογράφος — σίλλος squint eyed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
σιλλογραφία — ἡ, Μ [σιλλογράφος] η συγγραφή σίλλων … Dictionary of Greek
σιλλογραφώ — έω, Μ [σιλλογράφος] γράφω σίλλους … Dictionary of Greek
Τίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Εχεκρατίδη, από τον δήμο Κολυττό, εύπορος, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου και έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και… … Dictionary of Greek